Εργάζομαι στην εκπαίδευση 30 χρόνια. Σε τακτά διαστήματα και όχι κατ’ ανάγκη όποτε άλλαζε η ελληνική κυβέρνηση ή ο εκάστοτε Υπουργός Εθνικής Παιδείας (παλιός τίτλος που μ’ άρεσε και συνεχίζω να τον χρησιμοποιώ, αντί εκείνου του μακρόσυρτου Δια Βίου Μάθησης), έγινα μάρτυρας κάποιων προσπαθειών για ριζική αλλαγή της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης. Γιατί όμως γίνεται κάτι τέτοιο;
Στην πραγματικότητα όλες οι χώρες ανανεώνουν τακτικά τη δημόσια εκπαίδευσή τους, κατά τη γνώμη μου για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας είναι ο οικονομικός. Προσπαθούμε δηλαδή να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας για να πάρουν την θέση που επιβάλλει η κοινωνική τους θέση ή τα όνειρά τους, στην κοινωνία του αύριο, χωρίς να γνωρίζουμε, ούτε εμείς οι ίδιοι που τα εκπαιδεύουμε, πώς θα είναι αυτή η κοινωνία και τι απαιτήσεις θα έχει, ώστε να τα εκπαιδεύσουμε ή να τα θωρακίσουμε ανάλογα στο γνωστικό και στον κοινωνικό τομέα παρέχοντάς τους την ανάλογη και στοιχειωδώς προσαρμοσμένη εκπαίδευση. Ο άλλος λόγος είναι ο πολιτισμικός. Τα εκπαιδεύουμε για να γνωρίζουν την καταγωγή τους, αλλά ταυτόχρονα να συνειδητοποιούν ότι είναι μέλη μιας βαθιά παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας που συνεχώς διευρύνεται ραγδαία. Έχω όμως την πεποίθηση ότι όλοι κάνουμε ένα λάθος. Προσπαθούμε να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά να αντιμετωπίσουν ένα άγνωστο μέλλον, με μεθόδους του παρελθόντος. Και εξηγώ.
Οι σημερινές εκπαιδευτικές μέθοδοι είναι έξω από την πραγματικότητα που ζουν τα παιδιά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αισθάνονται αποξενωμένα, χωρίς επαφή με το δάσκαλο που δυστυχώς κουβαλάει μαζί του την απόλυτη υπακοή στο αναλυτικό πρόγραμμα και την ψευδαίσθηση της αυθεντίας του. Θυμάμαι όταν πήγαινα σχολείο, όλοι με βομβάρδιζαν με τα εξής λόγια που λίγο πολύ όλοι θυμόμαστε, ίσως και με ανατριχίλα μερικές φορές «Αν μελετάς και κάνεις ό,τι σου λένε, θα μπορέσεις να μπεις στο πανεπιστήμιο κάποια μέρα και θα μπορέσεις με το χαρτί που θα πάρεις να βρεις μια δουλειά». Τα σημερινά παιδιά, στην πλειοψηφία τους, δεν πιστεύουν κάτι τέτοιο πλέον, αυτό πρέπει να το καταλάβουμε έγκαιρα. Αντιθέτως, με σύμμαχο τις σημερινές αβέβαιες κοινωνικές συνθήκες που βιώνουν στην καθημερινότητά τους, έχουν την αίσθηση ότι μια τέτοια «αποκλειστική» προοπτική τα παγιδεύει και δεν τα αφήνει να δουν άλλες δυνατότητες που μπορεί να έχουν. Το μεγάλο πρόβλημα, επαναλαμβάνω, είναι ότι το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, όχι μόνο το δικό μας αλλά και άλλων προηγμένων χωρών, έχει θεμελιωθεί με ιδέες «άλλων» εποχών, ίσως με κατάλοιπα διαφωτισμού, τότε που όλα είχαν επηρεαστεί από τις άθλιες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και τη βιομηχανική επανάσταση. Τότε, για να θυμηθούμε κάποια στοιχεία, είχαμε δύο ειδών εκπαιδεύσεις, την ακαδημαϊκή που ακολουθούσαν οι έξυπνοι, ή αυτοί που είχαν τον τρόπο να την ακολουθήσουν και τη μη ακαδημαϊκή που ακολουθούσαν οι άνθρωποι της δουλειάς και του μόχθου που πολλές φορές έπεφταν και θύματα εκμετάλλευσης των πρώτων. Εδώ βέβαια υπήρχε και αδικία, αφού πολλοί άνθρωποι της δεύτερης κατηγορίας, ενώ είχαν τη δυνατότητα και την ικανότητα να διαπρέψουν στις επιστήμες, η θέση που είχαν και η κοινωνική τους καταγωγή δεν τους έκανε να πιστεύουν ότι έχουν τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο.
Το συμπέρασμα που βγαίνει λοιπόν είναι ότι τότε η εκπαίδευση είχε οικονομικό και πνευματικό χαρακτήρα. Ήταν όμως ένα μοντέλο που προκάλεσε χάος, αφού πολλά χαρισματικά μυαλά δεν μπόρεσαν ή δεν τα άφησαν να καλλιεργηθούν ανάλογα. Σήμερα πάλι, τα πράγματα έχουν φτάσει στο αντίθετο άκρο. Όλα τα παιδιά, κανενός εξαιρουμένου, είτε έχουν είτε δεν έχουν την ικανότητα, βομβαρδίζονται με πληροφορίες από παντού (σχολείο, φροντιστήριο, αθλητικοί σύλλογοι, διαφημίσεις, τηλεόραση, iPod, iPad, smartphones, social networks κλπ) και όλο το κοινωνικό τους περιβάλλον τους λέει ακριβώς τα ίδια: «Να προσέχεις στο σχολείο, να είσαι συνεπής κλπ». Μα πώς είναι δυνατόν; Ιδιαίτερα στο σχολείο, όλα του φαίνονται βαρετά, όλα δείχνουν να κυλούν βασανιστικά αργά, αφού είναι συνηθισμένο να ενεργεί με ταχύτητα στα παιχνίδια του, να βρίσκει με ταχύτητα αυτά που το ενδιαφέρουν, να αντλεί και να συγκρατεί πληροφορίες που το ενδιαφέρουν και όχι αυτά που του δίνουν σε στοίβες οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που στο μυαλό του θα συγκρατηθούν ίσα ίσα για να μετατραπούν σε θέματα εξετάσεων που είναι αναγκασμένο να ακολουθήσει και να συμμετέχει σε αυτές, μετά να τα ξεχάσει και να μείνει η ψευδής ικανοποίηση στον εκπαιδευτικό ότι μπόρεσε και του «τα έμαθε» όλα αυτά, στο δε παιδί για να μην πω τίποτα, του μένουν πάρα πολύ λίγα. Τι ψευτιά αλήθεια, τι αληθοφάνεια!… Αποτέλεσμα;
Το παιδί χάνει κάθε ενδιαφέρον και αντιδρά ανάλογα. Γιατί η αντίδραση σε τέτοια πίεση διαχρονικά από την ηλικία των 11 χρόνων και πάνω είναι ίδια για όλα τα παιδιά. Η απώλεια ενδιαφέροντος δεν είναι συγκεκριμένη, είναι γενική. Δε μας προβληματίζει λοιπόν η έξαρση απειθαρχίας και απώλειας ενδιαφέροντος μέσα στην τάξη; Κάποτε αυτό ήταν χαρακτηριστικό των παιδιών που όπως έλεγαν παλιά «δεν έκοβε». Σήμερα βλέπουμε ότι και λαμπρά μυαλά αντιδρούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έχουμε βαρεθεί, εμείς οι εκπαιδευτικοί να λέμε στους γονείς «έξυπνο παιδί, αλλά δεν εκμεταλλεύεται τις δυνατότητές που έχει για να βελτιωθεί στα μαθήματα». Για ποια όμως μαθήματα μιλάμε; Μα φυσικά στα αυτονόητα για τα ελληνικά δεδομένα, όπως τα Αρχαία, τα Μαθηματικά, η Γλώσσα κλπ. Υπάρχουν όμως και οι τέχνες που είναι θύματα αυτής της «πνευματικότητας» που μας δέρνει εδώ και πολλά χρόνια.
Είναι αλήθεια ότι η εμπειρία και κατ’ επέκταση οι γνώσεις που έχουν τα παιδιά στον τομέα των τεχνών είναι πολύ μικρές, αν όχι ανύπαρκτες, μιας και το πνεύμα του σχολείου από μόνο του απαξιώνει τη μουσική, το χορό, το θέατρο και τη ζωγραφική. Μιλάω πάντα για το σχολείο και όχι τις ιδιωτικές σχολές που θησαυρίζουν από την ανάγκη των παιδιών για καλλιτεχνική έκφραση η οποία δεν ικανοποιείται στις σχολικές αίθουσες. Αλήθεια, έχουν τα παιδιά αισθητικές εμπειρίες; Πότε τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να καλλιεργήσουν τα συναισθήματά τους και το αισθητικό τους γούστο μέσα στο σχολείο; Πότε τα παιδιά βιώνουν συναισθήματά; Πότε τα καλλιεργούν; Πότε μιλούν γι’ αυτά; Πώς λοιπόν εμείς οι εκπαιδευτικοί έχουμε την απαίτηση να «βγάζουν» συναίσθημα στα γραπτά τους; Αντίθετα, το σύστημα δείχνει να επιδιώκει παιδιά χωρίς καλλιεργημένο συναίσθημα, καθοδηγούμενα παντού. Ακόμη και το ίδιο το σχολείο, με το βαθμοθηρικό του χαρακτήρα δεν τα αφήνει να κατανοήσουν αυτό που «είναι». Και σε αυτό, έχει συμπαραστάτη τους γονείς που δεν τα αφήνουν να αυτενεργήσουν, να δημιουργήσουν, να ανεξαρτητοποιηθούν. Εμείς λοιπόν, ως εκπαιδευτικοί, τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό το πρόβλημα; Απλά να ξεσηκώσουμε αυτό που κοιμάται μέσα τους και να τα αφήσουμε να το εκφράσουν ελεύθερα. Να αισθανθούν λίγη ελευθερία μέσα στο σχολείο. Να μην αισθάνονται το σχολείο μέρος του μοντέλου της εκβιομηχάνισης των πάντων. Μα μήπως δεν είναι;
Δε μοιάζει η λειτουργία του σχολείου όπως η λειτουργία ενός εργοστασίου; Χτυπάει το κουδούνι και μαζεύει τους μαθητές, όπως το κουδούνι τους εργάτες. Παίρνουμε απουσίες όπως οι εργάτες χτυπούν κάρτα κατά την είσοδό τους. Τα παιδιά διδάσκονται ξεχωριστά διάφορα αντικείμενα μάθησης που πολλές φορές έχουν στεγανά μεταξύ τους, κάτι που πάει ενάντια στην όαση που λέγεται διαθεματικότητα, όπως Γλώσσα, Μαθηματικά, ακριβώς όπως οι εργάτες που έχουν τον τομέα ευθύνης τους. Εκπαιδεύουμε τα παιδιά όπως οι παρτίδες των προϊόντων ενός εργοστασίου, αφού τα βάζουμε κατά ηλικιακές ομάδες. Γιατί όμως γίνεται αυτό; Γιατί ο συνδετικός τους κρίκος να είναι η ηλικία τους… (τάξη του 2012). Είναι άραγε αυτό το σημαντικότερο που πρέπει να γνωρίζουμε γι’ αυτά; Ξεχνάμε ότι σήμερα τα παιδιά μπορούν να έχουν καταπληκτικές δυνατότητες σε κάποιον τομέα κι ας έχουν διαφορετικό ηλικιακό επίπεδο; Οπωσδήποτε παίζει ρόλο η ηλικία, αλλά αν θέλουμε να «εκπαιδεύσουμε» τα παιδιά, επικεντρωνόμαστε, εκτός από την ηλικία και στην ικανότητα δημιουργίας των παιδιών και στην αποκλίνουσα σκέψη τους, που μπορεί να μην είναι συνώνυμο της δημιουργικότητας, αλλά είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται αυτή, αφού χαρακτηριστικό της είναι η ερευνητικότητα, το συναίσθημα και η φαντασία, σε αντίθεση με τη συγκλίνουσα σκέψη της σχολαστικότητας και της επικέντρωσης στη λεπτομέρεια και την τυπικότητα. Η αποκλίνουσα σκέψη των παιδιών μας διαφεύγει ενσυνείδητα ή ασυνείδητα από άγνοια. Είναι η σκέψη που βλέπει πολλές πιθανές απαντήσεις σε μία ερώτηση και όχι μία και μοναδική (π.χ πολλές λύσεις αποδεκτές σε ένα πρόβλημα μαθηματικών και όχι εμμονή σε έναν τρόπο). Είναι η παρεξηγημένη και απαγορευμένη στο σχολικό περιβάλλον συνεργατική σκέψη (μην κοιτάτε, μη μιλάτε μεταξύ σας) η οποία όμως εκτός σχολείου μεταβάλλεται σε εποικοδομητική συνεργασία. Μην ξεχνάμε ότι η σωστή μάθηση συμβαίνει στις ομάδες εργασίας και η συνεργασία αποτελεί την ουσία των ομάδων αυτών και κατ’ επέκταση της σωστής και σύγχρονης εκπαίδευσης. Αυτό το έχουμε καταλάβει εμείς οι αυθεντίες της ελληνικής εκπαίδευσης;
(Σκέψεις από μια ομιλία του Ken Robinson)